χίμετλα

χίμετλα
χίμετλον
chilblain
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χιμέτλας — χιμέτλᾱς , χιμέτλη fem acc pl χιμέτλᾱς , χιμέτλη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιμέτλαν — χιμέτλᾱν , χιμέτλη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφύσσω — (Α) 1. (για κρασί) αντλώ ώς το τέλος, αδειάζω 2. αποσπώ, αποκόπτω 3. ξερριζώνω, θεραπεύω («διήφυσε ποσσὶ χίμετλα», Νίκανδρος, Θηριακά) …   Dictionary of Greek

  • χίμετλο — και χείμετλο, το / χίμετλον, ΝΜΑ, και χείμεθλον Μ, και χείμετλον και χίμεθλον Α συν. στον πληθ. τα χίμετλα και χείμετλα ιατρ. δερματοπάθεια οφειλόμενη στην τοπική δράση τού ψύχους επί τού δέρματος, που εμφανίζεται την ψυχρή περίοδο τού χρόνου,… …   Dictionary of Greek

  • χιμετλιώ — και χειμετλιῶ, άω, Α [χίμετλον/ χιμέτλη] έχω χίμετλα, χιονίστρες …   Dictionary of Greek

  • χιονίστρα — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι χιονίστρες ιατρ. (κν. ονομ.) τα χίμετλα 2. βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κολχικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρ ίστρα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”